- συγκαταγωγή
- συγκατ-ᾰγωγή, ἡ,A f.l. for οὖν κ., Ph.Bel.74.50.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγκαταγωγή — ἡ, Α [συγκατάγω] παράλληλη μεταφορά προς τα κάτω … Dictionary of Greek